- ενθάκησις
- ἐνθάκησις, η (Α) [ενθακώ]το να κάθεται κανείς κάπου, τοποθέτηση, κάθισμα σ' ένα μέρος («ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ πάρεστιν ἐνθάκησις», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνθάκησις — ἐνθά̱κησις , ἐνθάκησις sitting in fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)